- ἀσκίδιον
- ἀσκίδιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασκίδιον — ἀσκίδιον και ἀσκίον, το (Α) [ασκός] ο μικρός ασκός … Dictionary of Greek
ἀσκιδίῳ — ἀσκίδιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκίδια — ἀσκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek